- θεατρικός
- -ή, -ο (AM θεατρικός, -ή, -όν, Α ιων. τ. θεητρικός) [θέατρο]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέατρο (α. «θεατρικός συγγραφέας» β. «θεατρική μουσική», Αριστοτ.)2. μτφ. προσποιητός, επιδεικτικός, πομπώδης «θεατρική χειρονομία»)3. το ουδ. ως ουσ. το θεατρικό(ν)η τάση για επίδειξη, η ιδιότητα τού επιδεικτικούνεοελλ.1. αυτός που προορίζεται για το θέατρο ή που γίνεται μέσα στο θέατρο2. παραστατικός, κατάλληλος να παιχθεί στο θέατρο3. αυτός που είναι ικανός να παίξει στο θέατρο, αυτός που χαρακτηρίζεται από θεατρικότητααρχ.1. το αρσ. ως ουσ. ό θεατρικόςηθοποιός2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τά θεατρικάοι εμφανείς ιδιότητες.επίρρ...θεατρικώς, -ά (Α θεατρικῶς)με θεατρικό τρόπο, όπως γίνεται στο θέατρο.
Dictionary of Greek. 2013.